- πολυαδελφία
- πολῠ-ᾰδελφία, ἡ,A possession of many brothers, Sch.Ptol. Tetr.102:—also [full] πολλᾰδελφία, Cat.Cod.Astr.6.70.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυαδελφία — η, ΝΑ, πολλαδελφία, Α νεοελλ. η περίπτωση κατά την οποία οι στήμονες τού άνθους είναι ενωμένοι στη βάση τους ανά τρεις ή τέσσερεις κατά δεσμίδες αρχ. η ύπαρξη πολλών αδελφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυάδελφος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια … Dictionary of Greek
πολυαδελφίας — πολυαδελφίᾱς , πολυαδελφία possession of many brothers fem acc pl πολυαδελφίᾱς , πολυαδελφία possession of many brothers fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαδελφία — ἡ, Α βλ. πολυαδελφία … Dictionary of Greek
αδελφία — Συνένωση πολλών στημόνων των λουλουδιών με τα νήματά τους. Με τις λέξεις μοναδελφία, δυαδελφία και πολυαδελφία, επισημαίνουμε το είδος της συνένωσης των στημόνων. Η πρώτη αφορά τη συνένωση των στημόνων σε μία δέσμη, η δεύτερη σε δύο και η τρίτη… … Dictionary of Greek